- niceguy0973NiewbieΒραβείο ΕγγραφήςΒραβείο Εγγραφής για πάνω απο 3 χρόνια
- Μηνύματα : 4
Φύλλο :
Εγγραφή : 31/01/2011
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
31/1/2011, 15:26
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ
«Μα που με έφερες; Τι είναι εδώ; Σαν πολύ σκοτάδι δεν έχει;».
«Δεν νιώθεις οικεία;».
«Δεν ξέρω πως νιώθω. Χμ, μάλλον ελαφρύς. Περίεργα…»
«Με τον χώρο πως νιώθεις;»
«Δεν ξέρω, άσε με! Κοίτα, κάνω τούμπα στον αέρα. Χαχαχα… Είναι τέλεια, νιώθω παιδί πάλι, πόσα χρόνια είχα να νιώσω έτσι! Μα, πως μπορώ και κάνω τούμπα στον αέρα;»
«Έλα πάρε με μια αγκαλιά! Νιώθω μόνη!»
«Χαχαχα, παράτα με τώρα, κοίτα τι κάνω! Στέκομαι στη μύτη του ποδιού μου και στριφογυρίζω. Τέλειαααα… Μα τι κάνω στην ηλικία μου, πως μπορώ;»
«Μια αγκαλιά σου ζήτησα, τόσο δύσκολο είναι; Πάντα την πάρτη σου… Έλα!»
«Άσε με σου είπα…»
«Πάντα μόνη με άφηνες, και έφευγες!»
«Δεν μου αρέσει που μιλάς στον αόριστο…»
«Δεν υπάρχει μέλλον πλέον!»
«Τι εννοείς;»
«Θα καταλάβεις σε λίγο!»
«Θες να φύγεις μακριά μου, ε;»
«Εδώ δεν το έκανα όταν έπρεπε, τώρα είναι αργά!»
«Δεν σε καταλαβαίνω! Μα τι έκανες και λάμπεις τόσο; Σαν να είσαι 20 χρόνια νεότερη!»
«Δεν το περίμενα ότι θα με πρόσεχες τώρα, είσαι άκυρος! Έλα δεν έχουμε πολύ χρόνο, πρέπει να σου δείξω τον χώρο, πρέπει να καταλάβεις! Είναι σημαντικό σου λέω. Δεν έχεις άλλη ευκαιρία!»
«Μα ποιόν χώρο; Εδώ ίσα που βλέπω. Σαν σπηλιά είναι. Σαν τρενάκι από πολλές σπηλιές μάλλον. Κοίτα, μετά από εδώ έχει κι άλλη σπηλιά, λίγο πιο μικρή. Έλα πάμε να δούμε!»
«Όχι ακόμα! Έχεις να δεις πολλά σε λίγο χρόνο, αλλά πρέπει να τα δεις με την σειρά για να καταλάβεις. Δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία εξάλλου…»
«Τι έπαθες σήμερα; Αλήθεια τι μέρα είναι σήμερα; Έχω ένα κενό νομίζω, ξεχνάω! Μάλλον θέλεις να σε πιάσω από το χέρι και να σε τραβήξω όπως κάναμε παλιά, θυμάσαι; Μα, δεν μπορώ καν να σου πιάσω το χέρι σου, τι γίνεται;»
«Αλήθεια με αγάπησες ποτέ; Άσε μην απαντάς! Κοίτα εδώ τι βλέπεις;»
«Ένα πεταμένο χαρτάκι»
«Για κοίτα πιο κοντά»
«Ναι, είναι ένα εισιτήριο κινηματογράφου! Κάτσε να δω πιο κοντά. Α, είναι από το… Πως βρέθηκε αυτό εδώ! Γιατί δεν μπορώ να το πιάσω;»
«Μην κουράζεσαι, ξέρω από που είναι! Το βρήκα στο σακάκι σου, στην μέσα τσέπη. Κωλόγερε, θες και στην ηλικία σου να βλέπεις τσόντες!
«Δεν είμαι γέρος, κοίτα με! Νιώθω τουλάχιστον 20 χρονών, κι όχι 50! Μα, εγώ δεν είχα άσπρες τρίχες;»
«Ξέρεις τι κλάμα έριξα όταν το είδα! Μα δεν μπορούσα να σου πω τίποτα. Δεν θα το άντεχες! Ούτε κι εγώ»
«Έλα πως κάνεις έτσι; Απλά πήγα να δω αν ακόμα έχω… έλα, ξέρεις… φουσκοδεντριές… χαχαχα… Μα πως μυρίζει εδώ έτσι; Τι μπόχα; Κάτουρο και σπέρμα, και τι βογκητά είναι αυτά που ακούγονται; Κάποιος πέρασε από δίπλα μου τον είδες;»
«Όχι, μόνο εσύ τα βλέπεις και τα μυρίζεις. Μόνο εσύ τα έζησες, εγώ απλά τα αποσιωπούσα»
«Εννοείς ότι είμαι τρελός; Μα τι κάνουν εκεί; Γιατί είναι σκυμμένη αυτή στα πόδια του;»
«Αυτή ή αυτός;»
«Μα που με έφερες; Δεν μου αρέσει εδώ! Μυρίζει άσχημα και όλοι με κοιτάζουν περίεργα, σαν να θέλουν κάτι από μένα! Θέλουν να μου ρουφήξουν την ψυχή, μην τους αφήσεις, σε παρακαλώ! Πάρε με από εδώ! Βρομάει σπέρμα και τα βογκητά αυτά μου τρυπάνε τα αυτιά! Πάρε με από εδώ…»
«Έλα, ακολούθησέ με!»
«Δεν θέλω άλλη σπηλιά, πάμε στο φως! Δεν αντέχω, πνίγομαι! Κι αυτή είναι πιο μικρή από την άλλη!»
«Κι εγώ τόσα χρόνια πνιγόμουν. Ήθελα να σου μιλήσω αλλά δεν μπορούσα, πονούσα και κλεινόμουν στην δική μου την σπηλιά»
«Τι θες να πεις; Περίεργα μου τα λες σήμερα. Από το πρωί έχεις αυτή την περίεργη διάθεση. Πόσες ώρες έχουν περάσει από το πρωί; Έχω χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Δεν θυμάμαι καν πως ήρθαμε εδώ, ούτε γιατί ήρθαμε. Γιατί με έφερες;»
«Κοίτα, το παλιό μας κρεβάτι! Τι χαρά είχα κάνει τότε που το πήραμε; Και πόσα όνειρα; Πως μπορείς ένα τόσο άψυχο αντικείμενο να το αγαπήσεις και να το μισήσεις τόσο πολύ;»
«Μα τι γίνεται εδώ; Τι δουλειά έχει το παλιό μου κρεβάτι εδώ μέσα; Τι παράλογα πράγματα που συμβαίνουν. Κι αυτή η σπηλιά δεν έχει είσοδο; Από πού μπήκαμε; Θέλω να φύγουμε τώρα. Το απαιτώ!»
«Όπως είχες απαιτήσει τότε να φύγω μόνη μου εκείνο το ταξίδι στην Ιταλία γιατί εσύ πνιγόσουν στην δουλειά και δεν μπορούσες να έρθεις μαζί μου. Και από την καλή σου την καρδιά με άφησες να πάω μόνη μου, τάχα να ξεκουραστώ, τάχα ότι το είχα ανάγκη.»
«Τι θυμάσαι τώρα. Παρελθόν είναι. Τώρα είναι το παρόν. Και μην ξαναπείς την λέξη ‘πνίγομαι’, δεν ξέρω γιατί αλλά με ενοχλεί, νιώθω κλειστοφοβία, αισθάνομαι την αλμύρα του νερού στο στόμα να με πνίγει…»
«Είμαι σίγουρη! Κοίτα έχει και τα αγαπημένα μου σεντόνια. Αυτά με τα μεγάλα ροζ τριαντάφυλλα, που με μάτωσαν με τα αγκάθια τους όταν γύρισα από την Ιταλία.»
«Τι εννοείς;»
«Θες να ρίξουμε μια ματιά κάτω από το στρώμα; Μπορεί να ξεχάσαμε τίποτα όταν το πετάξαμε. Ίσως κάτι πολύτιμο…»
«Έλα άστο τώρα. Πάμε να φύγουμε. Κι αυτή η αλμύρα στο νερό με τρελαίνει. Χρειάζομαι αέρα»
«Κοίτα τι βρήκα; Αυτό δεν είναι το μανικετόκουμπο του Διονύση; Αυτό που του είχες πάρει δώρο στα γενέθλιά του πριν κάτι χρόνια!»
«Πριν πολλά χρόνια! Όχι πριν 2 χρόνια. Τι έπαθα; Έχω αρχίσει και ξεχνάω! Γεροντική άνια! Όμως νιώθω τόσο νέος! Κοίτα πως χοροπηδάω! Νιώθω τόσο ελαφρύς!»
«Μα τι δουλειά να έχει το μανικετόκουμπο του Διονύση στο κρεβάτι. Αυτός δεν είχε μπει ποτέ στην κρεβατοκάμαρα. Ή μήπως είχε;»
«Με έχεις τρελάνει με τον παραλογισμό σου σήμερα. Σου λέω ότι δεν είμαι καλά κι εσύ δεν με καταλαβαίνεις. Πάμε να φύγουμε από εδώ σε παρακαλώ.»
«Γιατί εσύ κατάλαβες ποτέ τις νύχτες που έκλαιγα ενώ εσύ κοιμόσουν;»
«Γιατί έκλαιγες;»
«Γιατί έφυγε ο Διονύσης και γύρισε στο χωριό του χωρίς λόγο; Γιατί εξαφανίστηκε έτσι και δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά μαζί μας;»
«Κι εσύ έκλαιγες για τον Διονύση τις νύχτες;»
«Όχι, έκλαιγα για τον έρωτα του Διονύση και για τον άδικο χαμό του από τα ναρκωτικά»
«Τι λες τώρα; Πέθανε; Πότε; Πως; Γιατί;»
«Ναι πέθανε! Αυτοκτόνησε σχεδόν ένα μήνα μετά την φυγή του. Το γιατί το ξέρεις εσύ.»
«Σε παρακαλώ σταμάτα αυτή τη τρέλα και πάμε να φύγουμε. Δεν έχω αέρα να αναπνεύσω πια εδώ μέσα. Νιώθω ότι βουλιάζω! Χριστέ μου, Μόλις είδα τον Διονύση να περνάει τρέχοντας πίσω σου. Αλήθεια, τον είδα, είδα το χαμόγελό του… το χαμόγελό του! Δεν είμαι καλά! Πάμε να φύγουμε!»
«Όχι ακόμα, δεν είμαστε έτοιμοι. Πρέπει να μπούμε και στην τελευταία σπηλιά .Έλα!»
«Όχι, δεν μπαίνω εκεί μέσα. Είναι πολύ στενά. Όχι, μην μου το κάνεις αυτό. Νιώθω φόβο. Δεν ξέρω τι νιώθω. Δεν ξέρω αν νιώθω…»
«Έλα»
«Τι μικρός χώρος Θεέ μου!»
«Κοίτα, ένα μπουφάν! Το δικό σου μπουφάν»
«Αυτό το μπουφάν… Όχι, δεν είναι δυνατόν! Πως; Γιατί είναι εδώ; Το έκαψα! Το θυμάμαι! Όχι δεν θέλω να το θυμάμαι. Που το βρήκες; Γιατί είναι εδώ;»
«Θυμάσαι πόσο ήσουν; Τρυφερούδι, αθώο, ένας άγγελος, κοίτα σε βλέπω…»
«Πως με βλέπεις, δεν είναι δυνατόν! Το μπουφάν το έκαψα, όταν… μετά από…»
«Ναι, μετά που σε βίασε, το ξέρω»
«Σταμάτα, σκάσε. Δεν ξέρεις, δεν μπορεί να ξέρεις… Πως ξέρεις;»
«Μην κλαίς, θα καταλάβεις»
«Κλαίω, αλλά δεν βγαίνουν δάκρυα, πως;»
«Το ήξερα ότι ήταν ο θείος σου, το γνώριζα χρόνια, είχα βρει το ημερολόγιο σου, αλλά δεν μπορούσα να σου πω τίποτα. Τώρα όμως πρέπει, αλλιώς δεν θα υπάρχει συγχώρεση»
«Πως μπόρεσες; Δεν θέλω να θυμάμαι! Τόσο κρύο! Τόσο πόνος! Τόση οργή!»
«Είμαστε κοντά…»
«Δεν θέλω να με αγγίζει, δεν ήθελα να με πιάνει, δεν ήθελα να με κοιτάει. Ήταν άσχημος όταν με κοίταζε έτσι! Ήταν κακός! Είχε αυτά τα τεράστια μάτια όταν με κοίταζε κι όταν με έπιανε ο Διονύσης, όχι ο θείος ήταν ή μήπως ήταν αυτός στο σινεμά! Τι έχω; Κι αυτή η αλμύρα στο στόμα!»
«Έλα πάμε, ήρθε η ώρα…»
«Μην με αγγίζεις, μην πιάνεις το χέρι μου την ώρα που οδηγάω, μη, πρόσεχε, τι κάνεις, μην στρίβεις το τιμόνι, ο γκρεμός, η θάλασσα…. Τι κάνεις; Τι έκανες;»
«Έλα μαζί μου, να κοίτα…»
«Ένα φως, τι ζεστό που είναι Θεέ μου!»
«Έλα πάμε να μπούμε, μαζί, χέρι χέρι, όπως πάντα, είμαι δίπλα σου!»
«Σε ευχαριστώ και συγνώμη για τον πόνο που σου προκάλεσα»
«Δεν έχει σημασία, τώρα ξέρεις ποιος είσαι κι εγώ ξέρω γιατί ήμουν εκεί για σένα»
«Ναι, μαμά…»
«Μα που με έφερες; Τι είναι εδώ; Σαν πολύ σκοτάδι δεν έχει;».
«Δεν νιώθεις οικεία;».
«Δεν ξέρω πως νιώθω. Χμ, μάλλον ελαφρύς. Περίεργα…»
«Με τον χώρο πως νιώθεις;»
«Δεν ξέρω, άσε με! Κοίτα, κάνω τούμπα στον αέρα. Χαχαχα… Είναι τέλεια, νιώθω παιδί πάλι, πόσα χρόνια είχα να νιώσω έτσι! Μα, πως μπορώ και κάνω τούμπα στον αέρα;»
«Έλα πάρε με μια αγκαλιά! Νιώθω μόνη!»
«Χαχαχα, παράτα με τώρα, κοίτα τι κάνω! Στέκομαι στη μύτη του ποδιού μου και στριφογυρίζω. Τέλειαααα… Μα τι κάνω στην ηλικία μου, πως μπορώ;»
«Μια αγκαλιά σου ζήτησα, τόσο δύσκολο είναι; Πάντα την πάρτη σου… Έλα!»
«Άσε με σου είπα…»
«Πάντα μόνη με άφηνες, και έφευγες!»
«Δεν μου αρέσει που μιλάς στον αόριστο…»
«Δεν υπάρχει μέλλον πλέον!»
«Τι εννοείς;»
«Θα καταλάβεις σε λίγο!»
«Θες να φύγεις μακριά μου, ε;»
«Εδώ δεν το έκανα όταν έπρεπε, τώρα είναι αργά!»
«Δεν σε καταλαβαίνω! Μα τι έκανες και λάμπεις τόσο; Σαν να είσαι 20 χρόνια νεότερη!»
«Δεν το περίμενα ότι θα με πρόσεχες τώρα, είσαι άκυρος! Έλα δεν έχουμε πολύ χρόνο, πρέπει να σου δείξω τον χώρο, πρέπει να καταλάβεις! Είναι σημαντικό σου λέω. Δεν έχεις άλλη ευκαιρία!»
«Μα ποιόν χώρο; Εδώ ίσα που βλέπω. Σαν σπηλιά είναι. Σαν τρενάκι από πολλές σπηλιές μάλλον. Κοίτα, μετά από εδώ έχει κι άλλη σπηλιά, λίγο πιο μικρή. Έλα πάμε να δούμε!»
«Όχι ακόμα! Έχεις να δεις πολλά σε λίγο χρόνο, αλλά πρέπει να τα δεις με την σειρά για να καταλάβεις. Δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία εξάλλου…»
«Τι έπαθες σήμερα; Αλήθεια τι μέρα είναι σήμερα; Έχω ένα κενό νομίζω, ξεχνάω! Μάλλον θέλεις να σε πιάσω από το χέρι και να σε τραβήξω όπως κάναμε παλιά, θυμάσαι; Μα, δεν μπορώ καν να σου πιάσω το χέρι σου, τι γίνεται;»
«Αλήθεια με αγάπησες ποτέ; Άσε μην απαντάς! Κοίτα εδώ τι βλέπεις;»
«Ένα πεταμένο χαρτάκι»
«Για κοίτα πιο κοντά»
«Ναι, είναι ένα εισιτήριο κινηματογράφου! Κάτσε να δω πιο κοντά. Α, είναι από το… Πως βρέθηκε αυτό εδώ! Γιατί δεν μπορώ να το πιάσω;»
«Μην κουράζεσαι, ξέρω από που είναι! Το βρήκα στο σακάκι σου, στην μέσα τσέπη. Κωλόγερε, θες και στην ηλικία σου να βλέπεις τσόντες!
«Δεν είμαι γέρος, κοίτα με! Νιώθω τουλάχιστον 20 χρονών, κι όχι 50! Μα, εγώ δεν είχα άσπρες τρίχες;»
«Ξέρεις τι κλάμα έριξα όταν το είδα! Μα δεν μπορούσα να σου πω τίποτα. Δεν θα το άντεχες! Ούτε κι εγώ»
«Έλα πως κάνεις έτσι; Απλά πήγα να δω αν ακόμα έχω… έλα, ξέρεις… φουσκοδεντριές… χαχαχα… Μα πως μυρίζει εδώ έτσι; Τι μπόχα; Κάτουρο και σπέρμα, και τι βογκητά είναι αυτά που ακούγονται; Κάποιος πέρασε από δίπλα μου τον είδες;»
«Όχι, μόνο εσύ τα βλέπεις και τα μυρίζεις. Μόνο εσύ τα έζησες, εγώ απλά τα αποσιωπούσα»
«Εννοείς ότι είμαι τρελός; Μα τι κάνουν εκεί; Γιατί είναι σκυμμένη αυτή στα πόδια του;»
«Αυτή ή αυτός;»
«Μα που με έφερες; Δεν μου αρέσει εδώ! Μυρίζει άσχημα και όλοι με κοιτάζουν περίεργα, σαν να θέλουν κάτι από μένα! Θέλουν να μου ρουφήξουν την ψυχή, μην τους αφήσεις, σε παρακαλώ! Πάρε με από εδώ! Βρομάει σπέρμα και τα βογκητά αυτά μου τρυπάνε τα αυτιά! Πάρε με από εδώ…»
«Έλα, ακολούθησέ με!»
«Δεν θέλω άλλη σπηλιά, πάμε στο φως! Δεν αντέχω, πνίγομαι! Κι αυτή είναι πιο μικρή από την άλλη!»
«Κι εγώ τόσα χρόνια πνιγόμουν. Ήθελα να σου μιλήσω αλλά δεν μπορούσα, πονούσα και κλεινόμουν στην δική μου την σπηλιά»
«Τι θες να πεις; Περίεργα μου τα λες σήμερα. Από το πρωί έχεις αυτή την περίεργη διάθεση. Πόσες ώρες έχουν περάσει από το πρωί; Έχω χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Δεν θυμάμαι καν πως ήρθαμε εδώ, ούτε γιατί ήρθαμε. Γιατί με έφερες;»
«Κοίτα, το παλιό μας κρεβάτι! Τι χαρά είχα κάνει τότε που το πήραμε; Και πόσα όνειρα; Πως μπορείς ένα τόσο άψυχο αντικείμενο να το αγαπήσεις και να το μισήσεις τόσο πολύ;»
«Μα τι γίνεται εδώ; Τι δουλειά έχει το παλιό μου κρεβάτι εδώ μέσα; Τι παράλογα πράγματα που συμβαίνουν. Κι αυτή η σπηλιά δεν έχει είσοδο; Από πού μπήκαμε; Θέλω να φύγουμε τώρα. Το απαιτώ!»
«Όπως είχες απαιτήσει τότε να φύγω μόνη μου εκείνο το ταξίδι στην Ιταλία γιατί εσύ πνιγόσουν στην δουλειά και δεν μπορούσες να έρθεις μαζί μου. Και από την καλή σου την καρδιά με άφησες να πάω μόνη μου, τάχα να ξεκουραστώ, τάχα ότι το είχα ανάγκη.»
«Τι θυμάσαι τώρα. Παρελθόν είναι. Τώρα είναι το παρόν. Και μην ξαναπείς την λέξη ‘πνίγομαι’, δεν ξέρω γιατί αλλά με ενοχλεί, νιώθω κλειστοφοβία, αισθάνομαι την αλμύρα του νερού στο στόμα να με πνίγει…»
«Είμαι σίγουρη! Κοίτα έχει και τα αγαπημένα μου σεντόνια. Αυτά με τα μεγάλα ροζ τριαντάφυλλα, που με μάτωσαν με τα αγκάθια τους όταν γύρισα από την Ιταλία.»
«Τι εννοείς;»
«Θες να ρίξουμε μια ματιά κάτω από το στρώμα; Μπορεί να ξεχάσαμε τίποτα όταν το πετάξαμε. Ίσως κάτι πολύτιμο…»
«Έλα άστο τώρα. Πάμε να φύγουμε. Κι αυτή η αλμύρα στο νερό με τρελαίνει. Χρειάζομαι αέρα»
«Κοίτα τι βρήκα; Αυτό δεν είναι το μανικετόκουμπο του Διονύση; Αυτό που του είχες πάρει δώρο στα γενέθλιά του πριν κάτι χρόνια!»
«Πριν πολλά χρόνια! Όχι πριν 2 χρόνια. Τι έπαθα; Έχω αρχίσει και ξεχνάω! Γεροντική άνια! Όμως νιώθω τόσο νέος! Κοίτα πως χοροπηδάω! Νιώθω τόσο ελαφρύς!»
«Μα τι δουλειά να έχει το μανικετόκουμπο του Διονύση στο κρεβάτι. Αυτός δεν είχε μπει ποτέ στην κρεβατοκάμαρα. Ή μήπως είχε;»
«Με έχεις τρελάνει με τον παραλογισμό σου σήμερα. Σου λέω ότι δεν είμαι καλά κι εσύ δεν με καταλαβαίνεις. Πάμε να φύγουμε από εδώ σε παρακαλώ.»
«Γιατί εσύ κατάλαβες ποτέ τις νύχτες που έκλαιγα ενώ εσύ κοιμόσουν;»
«Γιατί έκλαιγες;»
«Γιατί έφυγε ο Διονύσης και γύρισε στο χωριό του χωρίς λόγο; Γιατί εξαφανίστηκε έτσι και δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά μαζί μας;»
«Κι εσύ έκλαιγες για τον Διονύση τις νύχτες;»
«Όχι, έκλαιγα για τον έρωτα του Διονύση και για τον άδικο χαμό του από τα ναρκωτικά»
«Τι λες τώρα; Πέθανε; Πότε; Πως; Γιατί;»
«Ναι πέθανε! Αυτοκτόνησε σχεδόν ένα μήνα μετά την φυγή του. Το γιατί το ξέρεις εσύ.»
«Σε παρακαλώ σταμάτα αυτή τη τρέλα και πάμε να φύγουμε. Δεν έχω αέρα να αναπνεύσω πια εδώ μέσα. Νιώθω ότι βουλιάζω! Χριστέ μου, Μόλις είδα τον Διονύση να περνάει τρέχοντας πίσω σου. Αλήθεια, τον είδα, είδα το χαμόγελό του… το χαμόγελό του! Δεν είμαι καλά! Πάμε να φύγουμε!»
«Όχι ακόμα, δεν είμαστε έτοιμοι. Πρέπει να μπούμε και στην τελευταία σπηλιά .Έλα!»
«Όχι, δεν μπαίνω εκεί μέσα. Είναι πολύ στενά. Όχι, μην μου το κάνεις αυτό. Νιώθω φόβο. Δεν ξέρω τι νιώθω. Δεν ξέρω αν νιώθω…»
«Έλα»
«Τι μικρός χώρος Θεέ μου!»
«Κοίτα, ένα μπουφάν! Το δικό σου μπουφάν»
«Αυτό το μπουφάν… Όχι, δεν είναι δυνατόν! Πως; Γιατί είναι εδώ; Το έκαψα! Το θυμάμαι! Όχι δεν θέλω να το θυμάμαι. Που το βρήκες; Γιατί είναι εδώ;»
«Θυμάσαι πόσο ήσουν; Τρυφερούδι, αθώο, ένας άγγελος, κοίτα σε βλέπω…»
«Πως με βλέπεις, δεν είναι δυνατόν! Το μπουφάν το έκαψα, όταν… μετά από…»
«Ναι, μετά που σε βίασε, το ξέρω»
«Σταμάτα, σκάσε. Δεν ξέρεις, δεν μπορεί να ξέρεις… Πως ξέρεις;»
«Μην κλαίς, θα καταλάβεις»
«Κλαίω, αλλά δεν βγαίνουν δάκρυα, πως;»
«Το ήξερα ότι ήταν ο θείος σου, το γνώριζα χρόνια, είχα βρει το ημερολόγιο σου, αλλά δεν μπορούσα να σου πω τίποτα. Τώρα όμως πρέπει, αλλιώς δεν θα υπάρχει συγχώρεση»
«Πως μπόρεσες; Δεν θέλω να θυμάμαι! Τόσο κρύο! Τόσο πόνος! Τόση οργή!»
«Είμαστε κοντά…»
«Δεν θέλω να με αγγίζει, δεν ήθελα να με πιάνει, δεν ήθελα να με κοιτάει. Ήταν άσχημος όταν με κοίταζε έτσι! Ήταν κακός! Είχε αυτά τα τεράστια μάτια όταν με κοίταζε κι όταν με έπιανε ο Διονύσης, όχι ο θείος ήταν ή μήπως ήταν αυτός στο σινεμά! Τι έχω; Κι αυτή η αλμύρα στο στόμα!»
«Έλα πάμε, ήρθε η ώρα…»
«Μην με αγγίζεις, μην πιάνεις το χέρι μου την ώρα που οδηγάω, μη, πρόσεχε, τι κάνεις, μην στρίβεις το τιμόνι, ο γκρεμός, η θάλασσα…. Τι κάνεις; Τι έκανες;»
«Έλα μαζί μου, να κοίτα…»
«Ένα φως, τι ζεστό που είναι Θεέ μου!»
«Έλα πάμε να μπούμε, μαζί, χέρι χέρι, όπως πάντα, είμαι δίπλα σου!»
«Σε ευχαριστώ και συγνώμη για τον πόνο που σου προκάλεσα»
«Δεν έχει σημασία, τώρα ξέρεις ποιος είσαι κι εγώ ξέρω γιατί ήμουν εκεί για σένα»
«Ναι, μαμά…»
- ElthaModeratorΒραβείο ΕγγραφήςΒραβείο Εγγραφής για πάνω απο 3 χρόνιαΒραβείο ΜηνυμάτωνΒραβείο Μηνυμάτων ( 5001 + σχόλια )Βραβείο ΘεμάτωνΒραβείο Θεμάτων ( 100 νέα θέματα )Βραβείο ΨηφοφορίαςΒραβείο Ψηφοφορίας ( άνοιξε μια νέα ψηφοφορία )Βραβείο ΠαιχνιδιώνΒραβείο Παιχνιδιών ( άνοιξε ενα νέο θέμα - παιχνίδι )Βραβείο ΣυμμετοχήςΒραβείο Συμμετοχής ( σε 100 θέματα )
- Μηνύματα : 24383
Φύλλο :
Εγγραφή : 16/03/2009
Απ: Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
31/1/2011, 15:41
- niceguy0973NiewbieΒραβείο ΕγγραφήςΒραβείο Εγγραφής για πάνω απο 3 χρόνια
- Μηνύματα : 4
Φύλλο :
Εγγραφή : 31/01/2011
'Ενα ταξίδι χωρίς τέλος
31/1/2011, 16:02
http://niceguy0973.pblogs.gr/2011/01/ena-taxidi-hwris-telos.html
Διαβάστε το και γράψτε μου σχόλια pls!!
Διαβάστε το και γράψτε μου σχόλια pls!!
- niceguy0973NiewbieΒραβείο ΕγγραφήςΒραβείο Εγγραφής για πάνω απο 3 χρόνια
- Μηνύματα : 4
Φύλλο :
Εγγραφή : 31/01/2011
Ένα ζώο στις ρόδες, λίγο αίμα στο παρμπρίζ
31/1/2011, 16:56
- ElthaModeratorΒραβείο ΕγγραφήςΒραβείο Εγγραφής για πάνω απο 3 χρόνιαΒραβείο ΜηνυμάτωνΒραβείο Μηνυμάτων ( 5001 + σχόλια )Βραβείο ΘεμάτωνΒραβείο Θεμάτων ( 100 νέα θέματα )Βραβείο ΨηφοφορίαςΒραβείο Ψηφοφορίας ( άνοιξε μια νέα ψηφοφορία )Βραβείο ΠαιχνιδιώνΒραβείο Παιχνιδιών ( άνοιξε ενα νέο θέμα - παιχνίδι )Βραβείο ΣυμμετοχήςΒραβείο Συμμετοχής ( σε 100 θέματα )
- Μηνύματα : 24383
Φύλλο :
Εγγραφή : 16/03/2009
Απ: Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
31/1/2011, 18:32
niceguy0973 τα παραπανω ποστ σου συγχωνευτηκαν στο ηδη υπαρχον θεμα καθως βαση κανονισμων
Παρακαλώ να διαβάζονται οι κανόνες του φορουμ καθως με την εγγραφή σας εδω υπενθυμίζω ότι εχετε συμφωνήσει για την αποδοχή τους . Η μη τηρηση αυτών επιφέρει μερικό ή ολικο ban
Πως να καταχωρησω το blog μου στο φορουμ
Αφού διαλέξουμε κατηγορια που θέλουμε να καταχωρήσουμε το μπλογκ μας πατάμε για να ανοιξει νεο θεμα (καθε blog εχει την δικη του σελίδα )
Το θέμα εκεί λειτουργεί σαν προσωπική σελίδα οπου μπορείτε καθημερινά να την ενημερώνετε με νέα απο το blog σας
Συνεπώς ενημερώσεις για τα θέματα του blog σας καλό θα είναι να ποστάρονται μόνο στο topic όπου παρουσιάζετε το blog σας και όχι στο κύριο μέρος του φόρουμ
Οποιο ποστ γραφτεί στην συγκεκριμένη ενότητα "Κατηγορίες blogs" σαν νέο θέμα ενώ προυπάρχει καταχωρηση blog του ιδίου μέλους το ποστ αυτό θα συγχώνευεται με το αρχικό υπάρχον θέμα.
Παρακαλώ να διαβάζονται οι κανόνες του φορουμ καθως με την εγγραφή σας εδω υπενθυμίζω ότι εχετε συμφωνήσει για την αποδοχή τους . Η μη τηρηση αυτών επιφέρει μερικό ή ολικο ban
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
|
|